κροτητά — κροτητός stricken neut nom/voc/acc pl κροτητά̱ , κροτητός stricken fem nom/voc/acc dual κροτητά̱ , κροτητός stricken fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτητῶν — κροτητός stricken fem gen pl κροτητός stricken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτητόν — κροτητός stricken masc acc sg κροτητός stricken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτητοῖς — κροτητός stricken masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκρότητος — θεοκρότητος, ον (Μ) ο συγκροτημένος από τον θεό («ομήγυρις θεοκρότητος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρότητος (< κροτώ με τη σημασία «σφυρηλατώ, συγκροτώ»), πρβλ. α συγ κρότητος, ευ κρότητος] … Dictionary of Greek
χρυσιοκρότητος — ον, Μ χρυσήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + κρότητος (< κροτητός < κροτῶ «χτυπώ»), πρβλ. εὐ κρότητος] … Dictionary of Greek
πολυκρότητος — ον, Α αυτός που τόν χτυπούν πολύ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κροτητός (< κροτῶ), πρβλ. ευ κρότητος] … Dictionary of Greek
σιδηροκρότητος — ον, Μ αυτός που σφυρηλατείται με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κροτητός (< κροτῶ), πρβλ. πολυ κρότητος] … Dictionary of Greek
ακρότητος — η, ο (Α ἀκρότητος ον) νεοελλ. αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος αρχ. 1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός 2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται,… … Dictionary of Greek
ευκρότητος — εὐκρότητος, ον (Α) (για μετάλλινο σκεύος ή για ξίφος) καλά σφυρηλατημένος, κατεργασμένος καλά, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος (α. «εὐκροτήτου πρόχου», Σοφ. β. «εὐκρότητον δορίδα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροτητός «σφυρηλατημένος» (< κροτέω… … Dictionary of Greek